φτερνοκοπώ

φτερνοκοπώ
πτερνοκοπῶ, -έω, ΝΑ, και φτερνοκοπώ, -άω, Ν
φτερνοχτυπώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φτέρνα / πτέρνη + -κοπῶ (< -κόπος < κόπτω), πρβλ. ξυλο-κοπώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φτερνοκοπώ — φτερνοκόπησα 1. χτυπώ κάτι με τη φτέρνα, δίνω φτερνιά (βλ. λ.), ποδοπατώ, ιδίως χτυπώ το έδαφος με τη φτέρνα, ποδοκροτώ, κάνω θόρυβο σε θέατρο με το χτύπημα των φτερνών στο έδαφος σε ένδειξη αποδοκιμασίας. 2. χτυπώ με το φτερνιστήρι, με το… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -κοπώ — άω β συνθετικό ρημάτων τής Νέας Ελληνικής το οποίο σημαίνει επίταση ή επανάληψη αυτού που δηλώνει το α συνθετικό. Τα ρ. τής Αρχαίας Ελληνικής σε κοπώ σχηματίζονταν σε έω / ῶ, ήταν παρασύνθετα από ονόματα σε κόπος (< κόπτω) και διατηρούσαν τη… …   Dictionary of Greek

  • πτερνοκοπώ — έω, Α βλ. φτερνοκοπώ …   Dictionary of Greek

  • φτερνοκόπημα — και πτερνοκόπημα, το, Ν [φτερνοκοπώ / πτερνοκοπώ] φτερνοχτύπημα …   Dictionary of Greek

  • φτερνοκόπι — το, Ν [φτερνοκοπώ] φτερνοκόπημα …   Dictionary of Greek

  • πτερνοκοπώ — βλ. φτερνοκοπώ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φτερνοχτυπώ — φτερνοχτύπησα, φτερνοκοπώ (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”